- ὑπεισέρχονται
- ὑπεισέρχομαιenter upon secretlypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въходити — ВЪХО|ДИТИ (311), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Входить: Въходѩште же въ цр҃квь. ˫ако же подобаѥть вънити на м(о)литвѹ къ б҃ѹ. (εἰσερχόμενοι) Изб 1076, 263; и никтоже пакы да не въходить въ манастырь. дондеже бѹд˫аше годъ вечерьнии ЖФП XII, 40б; бѣ же ѥмѹ и по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βιοφυσική — Η μελέτη από φυσική άποψη των βιολογικών φαινομένων (τα οποία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ή η συνισταμένη πολυάριθμων φυσικών, φυσικοχημικών και χημικών φαινομένων) και η εφαρμογή των αρχών της φυσικής στις βιολογικές έρευνες. Η β. δημιουργήθηκε … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
γοναδοτρόπος — ο φρ. «γοναδοτρόποι ορμόνες» ουσίες που υπεισέρχονται στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… … Dictionary of Greek
λακτόνες — Οργανικές ενώσεις που προκύπτουν από υδροξυοξέα, έπειτα από ένωση της καρβοξυλικής ομάδας με το αλκοολικό υδροξύλιο του ίδιου μορίου. Οι δύο ομάδες ενώνονται όπως στους εστέρες με απομάκρυνση ενός μορίου νερού, και γι’ αυτό οι λ. ονομάζονται… … Dictionary of Greek
νευρογλωσσολογία — η βιολ. η μελέτη τών νευρικών μηχανισμών που υπεισέρχονται στην απομνημόνευση και στη φυσιολογική διαδικασία τού έναρθρου λόγου … Dictionary of Greek